ακούω τις ληγμένες προσευχές
των περαστικών
να στάζουν
καμιά τους δεν περνάει
τον ηλεκτροφόρο φράχτη του μυαλού μου
γεμισμένος απουσία ως το μεδούλι
κατάκοπος από την αδράνεια
επιστρέφω με ξυπόλυτη σκέψη
σε μένα
όλο και λιγότερος
δεν κόλλησα σε κανένα λογοτεχνικό συνάχι
πονάνε τα χειροκρότηματα
πάνω στα πληγώματα
κρεμάω στην απλώστρα
το πρόσωπο μου να στεγνώσει
οι γείτονες ισιώνουν
τη σημαία με το σπέρμα τους
ένα λεμόνι σαπίζει στον υπόνομο
κιτρίνισε ο αέρας
στα πνευμόνια των μελλοθάνατων
έλα
πες μου πόσο ακρίβυνε
το γάλα στο σούπερ μάρκετ
Ε. Μύρων - 4. 2020