Σάββατο 11 Ιουνίου 2022

Χρίστος Λάσκαρης - Ουκ εν τω πολλώ το ευ

Η επιγραμματική ποίηση είναι από τα πιο απαιτητικά είδη γιατί δεν επιτρέπει σε καμιά λέξη να περισσεύει. Μιλάμε για την επιτομή της συμπύκνωσης – ακόμα κι ένας «φλύαρος» σύνδεσμος τη σκοτώνει. Ο Λάσκαρης τα ήξερε καλά όλα αυτά και κατάφερε να αφήσει το μοναδικό του αποτύπωμα στα ελληνικά γράμματα. Στα περισσότερα ποιήματά του καταφέρνει το πολύ δύσκολο: να πει με ελάχιστα λόγια, πάρα πολλά.

Πριν αρκετά χρόνια γνώρισα την ποίηση του Λάσκαρη και έκτοτε δεν την άφησα ποτέ. Η απόλαυση που πήρα διαβάζοντας τα ποιήματά του ήταν μεγάλη και με ανάγκασε να επιστρέφω, να ψάχνω βαθύτερα, για κρυμμένες λεπτομέρειες και νοήματα. Ο στίχος του κοφτερός, καλά ακονισμένος, στακάτος. Τα ποιήματά του σκληρά, γυμνά, αφτιασίδωτα και γεμάτα νοσταλγία, υπαρξιακή αγωνία, αλλά και ερωτισμό,

ΟΙ ΕΡΑΣΤΕΣ ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ

Τὴ νύχτα ὄχι
Δὲ θὰ μᾶς τὴν πάρουν,
Δὲ θὰ μᾶς τὴν πάρουνε,
ἀγαπημένη.

Μὲ τὰ κορμιά τους,
ὅλο καὶ πιὸ πολλοὶ
θὰ τὴν ὑπερασπίζουν ἐραστές.

μαγνητίζουν από την αρχή και σε κάνουν να επιστρέφεις ξανά και ξανά. Θα βρούμε, συχνά, και τον θάνατο στα ποιήματά του να πρωτοστατεί. Η αντιμετώπιση του θανάτου κατά πρόσωπο, χωρίς υπεκφυγές και εύπεπτα παραμύθια, είναι από τα κομβικότερα στάδια για κάθε άνθρωπο που θέλει να βιώνει κι όχι απλά… να ζει στον αυτόματο. Κι ο Λάσκαρης κοιτάει στα μάτια τον θάνατο:

ΧΩΜΑ ΕΙΜΑΣΤΕ

Χῶμα εἴμαστε
καὶ στὸ χῶμα θὰ πάμε.

Τὸν οὐρανὸ,
γιὰ λόγους ποὺ εὔκολα ἀντιλαμβάνεται κανείς,
τὸν ἐπινοήσαμε.

Και εξοικειώνεται μαζί του:

ΣΤΟΝ ΤΑΦΟ Ο ΚΑΘΕΝΑΣ

Στὸν τάφο ὁ καθένας
κατεβαίνει μόνος.

Ἀλίμονο σ’ αὐτὸν
ποὺ δὲν ἀσκηθεῖ

Καὶ νιώσει πάνω του
τὴν πρώτη φτυαριά.

Ο Χρίστος Λάσκαρης απέφευγε τα φώτα της δημοσιότητας σε όλη του τη ζωή δίνοντας όλη του την ενέργεια στον στίχο. Φαίνεται πως ήξερε καλά ότι το έργο του ποιητή τελειώνει με την τελευταία του τελεία. Από εκεί και μετά, τα φώτα, οι οθόνες, τα ηχεία και οι παρουσιάσεις, (κοντολογίς, ο ναρκισσισμός..) είναι αλλωνών ασχολία και σκοτούρα:

ΣΤΟ ΤΣΙΡΚΟ

Δὲν ἄντεξε τὴ μοναξιά τοῦ ποιητή.
Προσχώρησε κι αὐτὸς
στὸ τσίρκο.

Κι επίσης σε ένα από τα πιο αναρχικά του:

ΜΕΓΑΦΩΝΑ

Τρέφω
μιὰ ἔντονη ἀποστροφὴ
γιὰ τὰ μεγάφωνα.
Ἔτσι ὅπως τὰ βλέπω
ἀπὸ πάνω μου νὰ χάσκουνε,
μοῦ θυμίζουν ἐπίμονα
τὴν εξουσία.

Η ποίηση του χαμηλόφωνη αλλά και ο ίδιος άνθρωπος ήσυχος, πράος, χαμηλών τόνων. Αν και εντάσσεται στην δεύτερη μεταπολεμική γενιά (ας δεχτούμε αυτόν τον τεμαχισμό της ποίησης για να συνεννοηθούμε..), δεν ασχολήθηκε με κοινωνικά προβλήματα ή το πολεμικό κλίμα της εποχής. Αυτός είχε τον δρόμο του:

ΜΙΛΟΥΝΕ ΑΚΑΤΑΠΑΥΣΤΑ

Χειρονομοῦν,
Μιλοῦνε ἀκατάπαυστα:
Τὶ εὔκολα ποὺ ὑπάρχουν!

Ἐνῶ αὐτὸς
-δυὸ τραπεζάκια διαφορὰ-
παλεύει
μὲ τὰ σκοτεινά του δευτερόλεπτα.

…και τον περπάτησε πολύ:

ΓΙ’ ΑΥΤΟΥΣ ΠΟΥ ΣΚΑΒΟΥΝ ΒΑΘΙΑ

Τὸν κέρδισε ἡ σιωπή.
Εἶχε πολὺ
μέσα στὴν ποίηση βαδίσει.

Ο στίχος του πλούσιος μέσα στην αυστηρή και λακωνική λιτότητά του. Ο Λάσκαρης με ακονισμένα τα εργαλεία του φτιάχνει, θα έλεγε κανείς, ταινίες (πολύ) μικρού μήκους, καταφέρνοντας να πει πολύ περισσότερα από μια δίωρη ταινία. Ποιήματα των 3 στίχων και των 12 λέξεων όλων κι όλων που φτάνουν στα μύχια της συνείδησης. Κι αυτό, νομίζω, είναι το προτέρημα της γραφής απέναντι στον κινηματογράφο ή τις άλλες τέχνες: μπορεί να εισχωρήσει στα βαθύτερα στρώματα γυμνή από εξωτερικά βοηθήματα. Είναι, βλέπετε, το μοναδικό μας όπλο για να σκάψουμε, για να παραφράσω τον Σίμους Χίνι.

Ο Λάσκαρης έζησε τα πρώτα 15 χρόνια της ζωής του στην επαρχία, στο Χαβάρι Ηλείας, και γνωρίζει καλά την εσωτερική ερήμωση που προκαλεί το πολύβουο άστυ (της Πάτρας στη συγκεκριμένη περίπτωση), αναζητά όμως, σχεδόν ψιθυριστά, σχεδόν εις εαυτόν, το γνήσιο, το φυσικό, κόντρα στην υπερπληθώρα συμβιβασμών και οσφυοκαμψίας που παρατηρεί δίπλα του.

ΜΟΝΟ ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ

Ὁ οὐρανὸς
Εἶναι γιὰ τὰ πουλιά.

Κανένα ἑρπετὸ
ἐκεῖ
δὲ θὰ πετάξει.

Σε μια συνέντευξή του λέει μεταξύ άλλων το εξής:

‘’…αν έχω κάτι να συμβουλέψω τους νέους: να διαβάζουν όλο και περισσότερο ποίηση. Δική μας και ξένη. Ο Σαχτούρης σε μια συνέντευξή του έχει πει όσον αφορά τους νέους: «Δεν φαίνεται στο έργο τους η ποίηση που έχει προηγηθεί». Τέλος, θα ήθελα να τους πω να έχουν μια «στάση ζωής», και κυρίως αξιοπρέπεια…’’

Το οποίο και δίνει πολύ εύστοχα στο παρακάτω ποίημα:

ΣΤΟ ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ

Φυλλομετρώντας
τὰ διηγήματα τοῦ Βιζυηνοῦ ποὺ ξανακυκλοφό-
ρησαν,
νεαρὲ μὲ τὸ πέτσινο,
δὲν ξέρεις τὶ φυλλομετρᾶς.

Σὲ παρατηρῶ νὰ τὰ παρατᾶς
μὲ τὴν ἴδια ἄνεση
ποὺ τὰ πήρες.

Για τον Λάσκαρη η ποίηση πηγάζει από την παιδική ηλικία. Εκεί είναι κρυμμένα τα πάντα. Ο Μποντλαίρ πίστευε πως η ευφυΐα μας πηγάζει εξ΄ ολοκλήρου από την παιδική ηλικία. Φαίνεται πως είχε δίκιο… Πρέπει να έχει κανείς τις κεραίες του συνεχώς σε εγρήγορση για να την κρατάει ζωντανή, ασχέτως της βιολογικής του ηλικίας και την ακαμψία που αυτή επιφέρει…

ΓΙΑ ΝΑ ΦΤΑΣΩ ΩΣ ΕΣΕΝΑ

Γιὰ νὰ φτάσω ὥς ἐσένα,
Χαμόγελο παιδικό,
Πρέπει πολὺ νὰ ὀνειρευτῶ

Πολύ,
Μέσα στὸ ὄνειρο νὰ εὐτυχήσω.

όσο κι αν απομακρυνόμαστε απ΄ αυτή:

ΜΕΣΑ ΣΟΥ ΝΑ ΣΚΑΒΕΙΣ

Μέσα σου νὰ σκάβεις:

Ξεθάβοντας
Μέρες παιδικὲς

Γιὰ τρυφερά,
ἐξαίσια ποιήματα.

Η ρουτίνα της καθημερινότητας, η αβάσταχτη αυτή επανάληψη, (εδώ ας θυμηθούμε το γνωστό κείμενο του Μπουκόφσκι και την αποστροφή του προς την  καθημερινή εργασία και το ωράριο 9 με 5…), για κάποιους αναγκαία ασφάλεια, όχι όμως για έναν ποιητή. Ο Λάσκαρης πνίγεται, η ανία τον εξασθενεί…

ΗΡΕΜΗΣΕ ΜΕΧΡΙ ΘΑΝΑΤΟΥ

Ἠρέμησε μέχρι θανάτου ἡ ζωή μου:
Παγκάκι τὸ πρωί,
Παγκάκι τὸ ἀπόγευμα

ἔρημο νυχτωμένο βῆμα,
τὸ βραδάκι

Ας δούμε και μια ενδιαφέρουσα συνάντηση με τον Καρυωτάκη. Απόηχους του τελευταίου θα βρούμε άλλωστε αρκετούς στην ποίηση του Λάσκαρη. Εδώ ας μου επιτραπεί μια μικρή  παρένθεση: ποίηση και βόλεμα είναι αντίθετα. Γι’ αυτό βλέπετε όλους τους ποιητές (τους αληθινούς…) να βγάζουν φλύκταινες μπροστά στη σιγουριά, την ασφάλεια και τον συμβιβασμό. Όχι από κάποια ρομαντική προκατάληψη, μα γιατί εκεί βλέπουν τον πυρήνα της φθοράς κάθε γνησιότητας. Αφήστε που ο αποδοτικότερος τρόπος για να ανέλθει κανείς την κλίμακα της ιεραρχίας είναι να… κατεβάσει τους υπόλοιπους. Κοντολογίς, να πατήσει επί πτωμάτων. Κλείνω την παρένθεση, πάμε στα ποιήματα:

ΔΗΜΟΣΙΟΙ ΥΠΑΛΛΗΛΟΙ

Οἱ ὑπάλληλοι ὅλοι λιώνουν καὶ τελειώνουν
σὰν στῆλες δυὸ δυὸ μὲς στὰ γραφεῖα.
(Ἠλεκτρολόγοι θά ῾ναι ἡ Πολιτεία
κι ὁ Θάνατος, ποὺ τοὺς ἀνανεώνουν.)

Κάθονται στὶς καρέκλες, μουτζουρώνουν
ἀθῷα λευκὰ χαρτιά, χωρὶς αἰτία.
«Σὺν τῇ παρούσῃ ἀλληλογραφίᾳ
ἔχομεν τὴν τιμὴν» διαβεβαιώνουν.

Καὶ μονάχα ἡ τιμὴ τοὺς ἀπομένει,
ὅταν ἀνηφορίζουμε τοὺς δρόμους,
τὸ βράδυ στὸ ὀχτώ, σὰν κορντισμένοι

Παίρνουν κάστανα, σκέπτονται τοὺς νόμους,
σκέπτονται τὸ συνάλλαγμα, τοὺς ὤμους
σηκώνοντας οἱ ὑπάλληλοι οἱ καημένοι.

(Κώστας Καρυωτάκης – Ἐλεγεῖα καὶ Σάτιρες)

Ο Λάσκαρης παίρνει τη σκυτάλη…

ΥΠΑΛΛΗΛΟΙ

Οἱ Κυριακὲς εἶναι δικές τους.
Σηκώνονται ὅσο γίνεται ἀργά,
Τὸ φχαριστιοῦνται τὸ κρεβάτι.

Ὅσο γιὰ τὸν καφέ τους,
Τὸν ἀπολαμβάνουν.
Σήμερα,
Κανένας δὲν τοὺς κυνηγᾶ.

Στὸ δρόμο περπατοῦν ἀργά,
Σχεδὸν νωχελικά –
Θαρρεῖς καὶ παίρνουνε ἐκδίκηση.

 Είχε πει ο Λάσκαρης:

…όταν γράφεις δεν βάζεις κανένα ερώτημα στον εαυτό σου: “γιατί γράφω;”, “για ποιον γράφω;”. Γράφεις γιατί δεν μπορείς να κάνεις αλλιώς. Έπειτα ο αληθινός ποιητής δεν γράφει για την αναγνώριση. Εκείνο που τον καίει όμως είναι να δει τι κάνει. Γι’ αυτό δίνει τα ποιήματά του σε ομότεχνους να του πουν τη γνώμη τους. Ωστόσο, όταν το ποίημα πάρει την τελική του μορφή και δημοσιευτεί, θα πάρει το δρόμο του. Αν πράγματι “υπάρχει”, θα βρει και τους αναγνώστες του..”

Δείτε τι ωραία το δίνει όλο αυτό σε λίγους στίχους:

Ο ΤΡΟΜΟΣ ΜΟΥ ΣΕ ΠΑΡΑΛΛΑΓΕΣ

Δὲν ἔγραψα ποτὲ ποιήματα.
Ὅ,τι διαβάζετε,
εἶναι ὁ τρόμος τῆς ψυχῆς μου.

Δοσμένος σὲ παραλλαγές.

Μπορούμε να πούμε πολλά για μια τέτοια ποίηση καθώς τα μικρά (στο δέμας…) ποιήματα του Λάσκαρη μπορούν να γεννήσουν στοχασμούς κι αναζητήσεις, αλλά θα ξεφεύγαμε από τα όρια του σημερινού αφιερώματος. Κάποιες φορές είναι προτιμότερο ν’ αφήνεις τα ποιήματα να μιλούν μόνα τους. Οπότε ας κλείσουμε το σημερινό κείμενο με ένα ποίημα αντί επιλόγου…

ΟΙ ΔΥΟ ΛΕΞΕΙΣ

Θ’ ἀρχίσω μὲ τὴ λέξη ἔρωτας
καὶ θὰ τελειώσω
μὲ τὴ λέξη χῶμα.

Τὶς ἐνδιάμεσες,
θαρρῶ πὼς τὶς μαντεύετε.

κι ένα ακόμη…

ΠΑΡΑΛΛΑΓΗ Σ’ ΕΝΑ ΘΕΜΑ

Σὰν τὸν καφὲ καὶ ἡ ζωή.
Μόνο οἱ πρῶτες ρουφηξιὲς
ἀξίζουν

(Όλα τα ποιήματα του αφιερώματος ανήκουν στην έκδοση “ΠΟΙΗΜΑΤΑ”, 2η έκδοση, Εκδ. Γαβριηλίδης, Αθήνα 2009)


Ε. Μύρων